Παρασκευή 8 Μαρτίου 2013

"Ιστορία του Βόλου" της Αίγλης Δημόγλου


Ιστορία του Βόλου: Μνήμη και λήθη
Το αστικό φαινόμενο στην Ελλάδα συνδέεται με την ενεργοποίηση μιας σειράς οικονομικών και κοινωνικών λειτουργιών, οι οποίες συμβαίνουν στον ελληνικό χώρο αργότερα από ό,τι στις δυτικές χώρες έχοντας δικούς τους ρυθμούς και χαρακτηριστικά, τα οποία προσδιορίζουν την ελληνική περίπτωση.
 Η συνεισφορά της μελέτης της νεοελληνικής πόλης[1] ως ιδιαίτερου παραδείγματος έγκειται στην ανίχνευση των δομών και των διαδικασιών μέσω των οποίων προσλαμβάνει τις παραπάνω λειτουργίες. Ο βαθμός πρόσληψης καθώς και οι μετασχηματισμοί της πόλης που τον διαδέχονται διαμορφώνουν την ιδιαιτερότητά της σε σύγκριση με τις άλλες, εγγράφονται στο σύνολο και συγκροτούν το πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύσσεται το αστικό φαινόμενο στην Ελλάδα. Με αυτά τα δεδομένα, η έρευνα της πόλης προσδιορίζεται από το χαρακτήρα της, από τον εντοπισμό και την ερμηνεία εκείνων των στοιχείων που συνθέτουν την ιδιομορφία της.
Η προπολεμική πόλη
Αν η κάθε πόλη προσεγγίζει με διαφορετικό τρόπο το αστικό φαινόμενο, ο Βόλος εντάσσεται σε εκείνες τις πόλεις που αστικοποιούνται μέσα από τη συνεχή διαπάλη των παραγόντων που συγκροτούν τον αστικό της χαρακτήρα, η οποία οδηγεί στην υποβάθμιση κάποιων σε όφελος ορισμένων άλλων. Δημιουργείται στις αρχές του 19ου αιώνα ως αποτέλεσμα της περιθωριοποίησης των δυο αντίθετων τοπικών πόλων: του κάστρου, έδρας της τουρκικής διοίκησης, και του Πηλίου, περιοχής όπου έως τότε ακμάζουν οι οικονομικές και πνευματικές δραστηριότητες της ελληνικής κοινότητας.
Ως πόλη – λιμάνι μορφώνει την οικονομική της φυσιογνωμία με την ανάπτυξη εμπορικών και μεταπρατικών δραστηριοτήτων, γεγονός που τη διαφοροποιεί από τον αγροτικό προσανατολισμό της υπόλοιπης θεσσαλικής ενδοχώρας. Η παραπάνω διαφοροποίηση αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την ανάδειξή της σε οικονομικό κέντρο της Θεσσαλίας τις πρώτες δεκαετίες μετά την ένταξή της στο ελληνικό κράτος, το 1881.
Ο εμπορικός χαρακτήρας της πόλης φέρνει στο προσκήνιο την «τάξη» των εμπόρων, οι οποίοι ως οι πρώτοι οικιστές της βάζουν το στίγμα τους στην οργάνωσή της. Καθώς η οικονομική ταυτότητα της πόλης διευρύνεται με την ίδρυση των βιομηχανικών επιχειρήσεων, τα συμφέροντα των εμπόρων έρχονται συχνά σε σύγκρουση με εκείνα των βιομηχάνων[2]. Παράλληλα, πυροδοτούνται οι πρώτες αντιθέσεις μεταξύ των τελευταίων και της νεοσύστατης εργατικής «τάξης».
Η επικράτηση της βιομηχανίας[3] έναντι του εμπορίου συντελείται κατά το μεσοπόλεμο, περίοδο που χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη και των εργατικών διεκδικήσεων. Τότε ολοκληρώνεται η σύνθεση της προπολεμικής ταυτότητας της πόλης, η οποία την προσδιορίζει σε σχέση με την ελληνική και ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Ο Βόλος μετασχηματίζεται σε μια από τις σημαντικότερες βιομηχανικές πόλεις της ελληνικής περιφέρειας, θέση που διατηρεί έως τις μέρες μας, παρ’ όλα τα προβλήματα και τις ασυνέχειες που συμβαίνουν στη μακρά διάρκεια.
Οι επενδύσεις στη βιομηχανία έφεραν στο προσκήνιο νέες κοινωνικές ομάδες συνδεδεμένες είτε με το κεφάλαιο είτε με την εργασία. Οι κεφαλαιούχοι ήταν κυρίως πηλιορείτες που απέκτησαν περιουσία στα οικονομικά κέντρα της διασποράς, αλλά και κάτοικοι άλλων περιοχών του ελλαδικού χώρου που κατείχαν την απαραίτητη τεχνογνωσία στη βιομηχανία, ιδιαίτερα στον τομέα των μηχανοκατασκευών. Ο πρώτος πυρήνας του εργατικού δυναμικού  συγκροτήθηκε από οικονομικά κατεστραμμένους πηλιορείτες χειροτέχνες, θεσσαλούς αγρότες, αλλά και ξένους εργάτες που έρχονταν από την Αίγυπτο, τη Μικρασία και την Ιταλία για να απασχοληθούν στις καπναποθήκες, στα έργα υποδομής και στις νεοϊδρυθείσες μεταποιητικές επιχειρήσεις. Μετά το 1922 τα εργατικά στρώματα διευρύνθηκαν από τους πρόσφυγες.
Από τα τέλη του 19ου αιώνα, η πόλη λειτούργησε ως πεδίο ιδεολογικών ζυμώσεων και αντιθέσεων με φορείς από την πλευρά της συντήρησης την Εκκλησία και την «καθεστηκυία» τάξη, η οποία απαρτιζόταν κυρίως από την πρώτη γενιά των οικιστών της, και από την πλευρά της προόδου τους διανοούμενους και τα ανερχόμενα κοινωνικά στρώματα. Επίσης, οι αντιθέσεις που ξεπήδησαν από τη σχέση κεφαλαίου-εργασίας δημιούργησαν κοινωνικά προβλήματα, τα οποία εκφράστηκαν με διεκδικήσεις που πολλές φορές οδήγησαν σε βίαιες κοινωνικές συγκρούσεις, όπως εκείνες του 1936.
Η ραγδαία οικονομική ανάπτυξη της πόλης επέδρασε στη διαμόρφωση της αισθητικής της και στα ήθη των κατοίκων της. Η μίμηση ευρωπαϊκών προτύπων  επηρέασε την εικόνα της και τη συμπεριφορά των κατοίκων της προσδίδοντας της έναν κοσμοπολίτικο αέρα, τηρουμένων βεβαίως των αναλογιών, στην Ελλάδα της εποχής. Η αρχιτεκτονική των ιδιωτικών κατοικιών εγκατέλειψε τόσο την οθωμανική όσο και την πηλιορείτικη παράδοση υιοθετώντας κυρίως τον εκλεκτικισμό, τα ελάχιστα δημοσίου χαρακτήρα κτήρια ακολούθησαν τις νεοκλασικές τάσεις, ακόμα και όταν το ρεύμα του νεοκλασικισμού έχει ξεπεραστεί και στον ελληνικό χώρο, ενώ ο κύριος όγκος των βιομηχανικών οικοδομών δεν διαφοροποιήθηκε από τη μορφή της αποθήκης. Οι άρρενες γόνοι των εύπορων οικογενειών άρχισαν σπουδάζουν στις χώρες της δυτικής Ευρώπης, κυρίως θεωρητικές επιστήμες και ιατρική, ενώ οι κόρες ετοιμάζονταν για τα «το οκου καθήκοντα» με βασικά προσόντα τα γαλλικά και το πιάνο. Οι ενδυμασίες των αστών, άλλοτε μείγμα της οθωμανικής και ελληνικής φορεσιάς, αντικαταστάθηκαν με «ευρωπαϊκές», στις ιδιωτικές βιβλιοθήκες εντάχθηκαν έργα της κλασικής ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, φιλοσοφία μαζί με τα απαραίτητα γαλλικά ρομάντζα, ενώ στα θεάματα δίπλα στο κωμειδύλλιο και τα διδακτικά ηθικοπλαστικά έργα, άρχισε να δεσπόζει η ιταλική οπερέτα.
 Η δεκαετία 1940 -1950.
Ο β’ παγκόσμιος πόλεμος αποτελεί συμβατική, αλλά και ουσιαστική τομή στην οικονομική και κοινωνική φυσιογνωμία της πόλης. Κατά τη διάρκεια της δεκαετούς ανώμαλης κατάστασης με βασικά γεγονότα τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, την ιταλική από το 1943 γερμανική κατάκτηση της πόλης, τη σύντομη ανάπαυλα της απελευθέρωσης και τις εμφύλιες συγκρούσεις στη συνέχεια, οι ανατροπές είναι συνεχείς:
Η εικόνα της πόλης τραυματίζεται από τους βομβαρδισμούς της περιόδου 1940-41, οι λιμενικές εγκαταστάσεις και το σιδηροδρομικό δίκτυο παθαίνουν σημαντικές φθορές, όπως και ο κτηριακός και τεχνικός εξοπλισμός της πόλης.
Νέες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις έρχονται στο προσκήνιο, καταρχήν μέσω της Αντίστασης και στη συνέχεια ως αποτέλεσμα της πολιτικής κατάστασης που διαδέχεται το τέλος του εμφυλίου.
Κατ’ αναλογία του ό,τι συμβαίνει στα ελληνικά αστικά κέντρα αυτή την περίοδο, ο Βόλος παρουσιάζει αντίστοιχη δημογραφική κινητικότητα: Ήδη, από το τέλος της δεκαετίας  του 1930 οι εκπρόσωποι των κυρίαρχων στρωμάτων της πόλης την έχουν εγκαταλείψει, εξαιτίας της ύφεσης στην τοπική οικονομία. Μεγάλος αριθμός των «ηττημένων» του εμφυλίου καταφεύγει στην Αθήνα, στην τότε Σοβιετική Ένωση ή τις χώρες επιρροής της. Επίσης, παρατηρείται μεγάλο κύμα εσωτερικής μετανάστευσης από την ύπαιθρο στα αστικά κέντρα, από το οποίο δεν εξαιρείται ο Βόλος, στον οποίο συρρέουν πληθυσμοί, κυρίως από τους νομούς Καρδίτσας και Τρικάλων.
Η προπολεμική οικονομία της πόλης, η οποία βασίστηκε κατά κύριο λόγο στον δευτερογενή τομέα έχει καταρρεύσει. Οι περισσότερες επιχειρήσεις υπολειτουργούν χρήζοντας κεφαλαίων, επισκευών και ανανέωσης του κτηριακού και τεχνολογικού εξοπλισμού και πρώτων υλών. Η ανεργία, ιδιαίτερα στα εργατικά στρώματα καλπάζει, ενώ την ίδια ώρα ο πληθωρισμός συρρικνώνει την έτσι και αλλιώς αναιμική αγοραστική ικανότητα των κατοίκων της πόλης[4].
Αυτή την περίοδο, δύο πολύ σημαντικές διοικητικού χαρακτήρα αποφάσεις είχαν ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ρόλου της τόσο μέσα στα όρια της όσο και στον υπόλοιπο θεσσαλικό χώρο. Η πρώτη ήταν η  μετεξέλιξη του συνοικισμού της Νέας Ιωνίας σε Δήμο, ο οποίος συστήθηκε το 1947[5]. Το γεγονός αυτό που αιτιολογήθηκε ως προσπάθεια για την αναβάθμιση του πρώην προσφυγικού συνοικισμού, πυροδότησε τις χρόνιες υποβόσκουσες διαμάχες μεταξύ ντόπιου πληθυσμού και προσφύγων, χώρισε ουσιαστικά την πόλη σε δυο αντιμαχόμενα στρατόπεδα με φυσικό όριο το χείμαρρο Κραυσίδωνα και λειτούργησε ως ανασταλτικός παράγοντας στην αναπτυξιακή δυναμική του πολεοδομικού συγκροτήματος.  Την ίδια περίοδο δόθηκε η έδρα της Διοικήσεως της Θεσσαλίας στη Λάρισα με άμεσες επιπτώσεις στις πολιτικές που αναπτύχθηκαν τις επόμενες δεκαετίες και ανέδειξαν την τελευταία σε οικονομικό και διοικητικό κέντρο της περιφέρειας σε βάρος του Βόλου[6].

Από τη δεκαετία του 1950 στο σήμερα
Οι πλημμύρες και οι σεισμοί της περιόδου 1954-1957 ενίσχυσαν την υποβάθμιση του Βόλου ως προς τη φυσιογνωμία, αλλά και ως προς τη θέση του στον ελληνικό χώρο[7]. Η πόλη ισοπεδώθηκε σχεδόν από τις αλλεπάλληλες σεισμικές δονήσεις, η οικονομία της κατέρρευσε, ενώ μεγάλο μέρος του πληθυσμού της έμεινε άστεγο και χωρίς δουλειά
Το πολιτικό κλίμα της μετεμφυλιακής Ελλάδας, το οποίο οδήγησε σε υπερσυγκεντρωτισμό υπέρ της κεντρικής εξουσίας της πλειοψηφίας των αρμοδιοτήτων, καθόρισε σε μεγάλο βαθμό τις επιλογές για την ανάπτυξη στην περιφέρεια. Ιδιαίτερα για την περίπτωση του Βόλου, ο οποίος χαρακτηρίστηκε από τις σχέσεις του με το αριστερό και το δημοκρατικό κίνημα, οι επιλογές για την ανασυγκρότησή του έγιναν ερήμην και σε αντίθεση πολλές φορές με τις θέσεις και τα συμφέροντα των τοπικών του δυνάμεων.
Εκείνο όμως που κατέδειξε την ανεξέλεγκτη επέμβαση της κεντρικής εξουσίας στην φυσιογνωμία της πόλης ήταν οι συνθήκες ανοικοδόμησής της μετά τους σεισμούς. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ανοικοδόμηση του Βόλου βασίστηκε ελάχιστα στην πρόσφατη τότε εμπειρία των Ιονίων Νήσων που ξεκίνησε το 1953. Αντίθετα, μετά τους πρώτους σεισμούς του 1954 ανατέθηκε σε στρατιωτική διοίκηση για ένα χρόνο και στη συνέχεια στο Υπουργείο Ανασυγκροτήσεως. Όμως, ύστερα από το σεισμό του Μαρτίου του 1957 ανατέθηκε εκ νέου στη στρατιωτική διοίκηση έως τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου, οπότε μεταβιβάστηκε οριστικά στις πολιτικές υπηρεσίες.
Ο χειρισμός αυτός επέδρασε χαρακτηριστικά στη μετασεισμική εικόνα της πόλης αφού οι εξειδικευμένες υπηρεσίες υποκαταστάθηκαν, το νέο σχέδιο οικοδόμησης βασίστηκε σε απλουστευμένες και ταχύρυθμες λύσεις χωρίς στρατηγική για τις μελλοντικές προοπτικές της πόλης  και με πλήρη απαξίωση της συνέργιας των τοπικών αρχών[8]. Χωρίς καμιά έγνοια για την ιδιαίτερη αστικότητα μιας από τις λίγες βιομηχανικές πόλεις της χώρας, ο τρόπος της ανοικοδόμησης «ξαναστήνει» με πεπαλαιωμένα πρότυπα μια καινούρια πόλη πάνω στην παλιά[9]
Ο παραγκωνισμός  των τοπικών αρχών συνεχίστηκε σε όλες τις αποφάσεις που καθόρισαν τη μεταπολεμική πορεία της πόλης. Ένα ακόμη χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η κρατική επιλογή για την ίδρυση της «βιομηχανικής ζώνης»[10], χωρίς να συνοδεύεται από τα αναγκαία μέτρα για την ενίσχυση της τοπικής βιομηχανίας[11]. Η σύγχρονη οικονομία της πόλης προσέλκυσε εξωγενείς επενδύσεις και ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό από το θεσσαλικό κάμπο.
Οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν σε παράλληλο μαρασμό τις δημοτικές αρχές. Χωρίς αρμοδιότητες και οικονομικούς πόρους, χωρίς λόγο και ενεργό ρόλο στο μετασχηματισμό της πόλης  κατείχαν έως και τη μεταπολίτευση ρόλο συντηρητή και διαχειριστή στην καλύτερη περίπτωση των έργων της κεντρικής διοίκησης.     
Ο υποσκελισμός των τοπικών πρωτοβουλιών από τις επιλογές της κεντρικής εξουσίας καθήλωσε το Βόλο σε επαρχιακό κέντρο για αρκετές δεκαετίες μετά τον πόλεμο. Η κατάσταση άρχισε να αλλάζει μόλις δυο δεκαετίες πριν την έλευση του 21ου αιώνα, περίοδος που συνδέεται με την είσοδο της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τότε, σε μια δύσκολη για την πόλη περίοδο, η οποία συμπίπτει με τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομική της κρίση μετά τον πόλεμο, η τοπική κοινωνία μέσω των φορέων της και με σημαντική συμβολή της τοπικής αυτοδιοίκησης επανέρχεται στο προσκήνιο. Οι αλλαγές που επέρχονται στη νομοθεσία περί Δήμων, η οποία γίνεται πιο ευέλικτη και καλείται να διαχειριστεί τα ευρωπαϊκά προγράμματα προς όφελος του δημοτικού προγραμματισμού και προϋπολογισμού, καθώς και η ίδρυση το 1985 του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας με έδρα το Βόλο αποτελούν δυο δυναμικές συνιστώσες της φυσιογνωμίας της πόλης. Παράλληλα οι νέες επενδύσεις στο δευτερογενή τομέα, με επίκεντρο τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, καθώς και οι συζητήσεις για σχεδιασμούς με βάση και την αξιοποίηση του διπόλου Βόλου – Λάρισας δημιουργούν νέες προοπτικές ανάπτυξης, ενώ θέτουν σημαντικές προϋποθέσεις για τον μετασχηματισμό της σε σημαντικό κέντρο της ευρωπαϊκής περιφέρειας.
Τα τελευταία χρόνια βιώνουμε τις αρνητικές επιπτώσεις ενός κόσμου που με διάφορους τρόπους συζητείται από τη δεκαετία του 1990 ότι αλλάζει.

Από την ιστοριογραφία στην προφορική ιστορία
Η παραπάνω θεώρηση της ιστορίας του Βόλου δεν μπορεί παρά να βασίζεται σε πρωτογενές υλικό, αρχειακές ή σύγχρονες με την κάθε περίοδο αναφορές, και σε δευτερογενές υλικό, που αντλείται από τη γόνιμη προσπάθεια, κυρίως των πνευματικών ανθρώπων της πόλης για την ιστοριογράφησή της, η οποία ξεκινά  στη δεκαετία του 1930 και συνεχίζεται αδιάλειπτα ως τις μέρες μας.
 Είναι σαφές ότι οι ιστοριογραφικές προσεγγίσεις για την πόλη εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις υποθέσεις εργασίας των ερευνητών, τις διαθέσιμες πηγές, αλλά και τις ιστοριογραφικές τάσεις που επικρατούν σε συγκεκριμένες περιόδους. Είναι κατανοητό ότι μέσα από τη διαδικασία ιστοριογράφησης της πόλης, ιδιαίτερα από μη επαγγελματίες ιστορικούς, επικρατούν κάποιες θεματικές, εξιδανικεύονται γεγονότα, δημιουργούνται ή συντηρούνται μύθοι, παρατηρούνται σημαντικά κενά.
Δεν είναι υπερβολή, κατά τη γνώμη μου, να υποστηρίξει κανείς ότι συχνά η  μνήμη κάποιων συμβάντων συντηρεί τη λήθη κάποιων άλλων ή ότι συναντώνται φαινόμενα επιλεκτικής μνήμης ή επιλεκτικής λήθης, χωρίς αυτό απαραίτητα να γίνεται σκόπιμα.
Παράλληλα, η απουσία της καταγραφής της εμπειρίας των μέσων κατοίκων της πόλης στη διήγηση της είναι πλέον εμφανής.
Ο Βόλος συγκροτείται ως πολυσυλλεκτική πόλη. Αυτό το γεγονός, εκτός από την επίσημη στατιστική του καταγραφή και τη βιβλιογραφική του τεκμηρίωση, διαπιστώνεται από τη δράση των κοινοτήτων, των προσφυγικών συσσωματώσεων και το πλήθος των λεγόμενων συλλόγων αποδημούντων.
Είναι μια πόλη που βρίσκεται στο επίκεντρο ή επηρεάζεται άμεσα από τις εθνικές κρίσεις ή τα αποτελέσματά τους, όπως ο πόλεμος του 1897, η μικρασιατική καταστροφή, ή βίωσε και βιώνει τις τοπικές της κρίσεις, όπως οι σεισμοί και η αποβιομηχάνιση.
Ο βαθμός ενσωμάτωσης, αλλά και οι επιρροές στην πόλη, ο τρόπος πρόσληψης των κρίσεων, η καθημερινότητα, οι προσωπικές μνήμες, αλλά και οι συμβολές στη συλλογική μνήμη και την φυσιογνωμία της διαχρονικά εκείνων που την κατοικούν είναι μερικά από τα θέματα που δεν μπορούν να συζητηθούν χωρίς τη συνδρομή της προφορικής ιστορίας.
Επιπλέον, αν κανείς διατρέξει το αρχικό διάγραμμα του ερευνητικού προγράμματος του Μουσείου της Πόλης, παρατηρεί ότι η προφορική ιστορία δεν είναι συμπλήρωμα, αλλά βασική συνιστώσα στην τεκμηρίωση θεματικών. Αν ιστορία δεν είναι παρά η συσσωρευμένη ανθρώπινη εμπειρία, τότε οι προφορικές μαρτυρίες είναι καταλύτες  στην ανίχνευσή της. Είναι πεποίθησή μου ότι τα αποτελέσματα του προγράμματος θα αναδείξουν νέα ζητήματα και θα επανατροφοδοτήσουν τη συζήτηση για πολλά θέματα της σύγχρονης ιστορίας της πόλης.
 


[1] Βλ. Δημόγλου Αγλαϊα, Τοπική  αυτοδιοίκηση και πόλη: Η περίπτωση του Δήμου Παγασών (Βόλου) 1881-1944, διδακτορική διατριβή, Κέρκυρα 2003, σελ.14-22, www.ekt.gr/εθνικό αρχείο διδακτορικών διατριβών.
 [2] Βλ. Δημόγλου Αίγλη, «Η συγκρότηση των κυριάρχων κοινωνικών στρωμάτων στο Βόλο 1850-1950», Β’ Διεθνές Συνέδριο για τη Νεοελληνική Πόλη, Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού Μνήμων, Αθήνα 2000, Οδυσσέας, σελ.463-472.
[3] Δημόγλου Αίγλη, Η Βιομηχανία στο Νομό Μαγνησίας, Εκδόσεις ΚΕΡΚΥΡΑ, Αθήνα 2005
[4] Η οικονομία του Βόλου καταστράφηκε ολοσχερώς την περίοδο 1940-1949. ( Δελτίο Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Βόλου, τευχ.97, σελ.11). Στην προσπάθειά τους να ανασυγκροτηθούν μετά τον πόλεμο, πολλές τοπικές επιχειρήσεις έλαβαν δάνεια από την Αμερικάνικη Βοήθεια με υποχρέωση να τα εξοφλήσουν σε συνάλλαγμα. Ο διπλασιασμός της τιμής του δολαρίου, καθώς  και η προσπάθεια καταβολής μέρους των δανείων το 1952 λόγω της αντιπληθωριστικής πολιτικής που εφαρμόστηκε οδήγησε τις επιχειρήσεις σε πολύ δυσχερή θέση. Την ίδια περίοδο από τους 15.000 περίπου εργαζομένους απασχολούνταν τα  2/3. Βλ. Βασίλειος Δαμαλάς, Η δυσπραγία της πόλεως του Βόλου και τα γενικά χαρακτηριστικά της οικονομίας μας, Αθήναι 1954, σελ. 13 και 30-31.
[5] Βλ. Βόλος, ένας αιώνας, Βόλος 1999, Δημοτικό Κέντρο Ιστορίας και Τεκμηρίωσης, σελ.256.
[6] Βλ. απόφαση 658/24.1.1949, με την οποία το Δημοτικό Συμβούλιο διαμαρτύρεται για τον ορισμό της Λάρισας ως έδρας της Γενικής Διοικήσεως Θεσσαλίας. Βιβλίο Πρακτικών Αιρετού Δημοτικού Συμβουλίου 1947-1949, σελ. 498.
[7] Χαστάογλου Βίλμα, Βόλος, πορτραίτο της πόλης από τον 19ο στον 21ο αιώνα, Βόλος 2007, εκδόσεις Βόλος (Δημοτικό Κέντρο Ιστορίας και Τεκμηρίωσης Βόλου) και Δημόγλου Αίγλη, Βόλος τότε και τώρα, Αθήνα 2006, Εκδόσεις Ολκός.
[8] Είναι χαρακτηριστικό ότι στη δημοτική αρχή δεν επιτράπηκε καμιά πρωτοβουλία για την οργάνωση της βοήθειας προς τους σεισμοπαθείς (βλ. Πρακτικά Δημοτικού Συμβουλίου, τ.28, σελ. 49-51), ενώ υπήρξε αρνητική αντιμετώπιση από μέρους του αρμόδιου Υπουργείου στις προτάσεις της για τροποποίηση του σχεδίου πόλης προκειμένου να διευκολυνθεί η ανοικοδόμηση (ο.π. σελ. 117-130).
[9] Βλ. Βίλμα Χαστάογλου, «Κτίζοντας την πόλη μετά τους σεισμούς. Ιδιωτική και δημόσια αρχιτεκτονική», περ. Εν Βόλω, τευχ.6, Καλοκαίρι 2002, σελ.61.
[10] Η βιομηχανική ζώνη του Βόλου εγκαινιάστηκε στις 16 Μαρτίου 1972. Δελτίο Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Βόλου, τευχ 40 (1972), σελ.68.
[11]  Είναι χαρακτηριστικό ότι δέκα περίπου χρόνια  μετά τη θέσπιση του νόμου 4458/65 «περί ιδρύσεως βιομηχανικών περιοχών…» το αίτημα  «για την ουσιαστικήν  συμμετοχήν των παραγωγικών τάξεων  εις τον καθορισμόν της οικονομικής πολιτικής του Κράτους», το οποίο συνδεόταν με τη θέσπιση κινήτρων «υπέρ της επαρχιακής βιομηχανίας» είναι επίκαιρο. Βλ. Δελτίο Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Βόλου, τευχ. 61-62, Ιανουάριος – Απρίλιος 1976, σελ. 11-12.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου