Κυριακή 10 Μαρτίου 2013

Έχω κάνει 100 συνεντεύξεις. Τι να τις κάνω;

Έχω κάνει 100 συνεντεύξεις. Τι να τις κάνω;

Ρίκη Βαν Μπουσχότεν, αναπληρώτρια καθηγήτρια Προφορικής Ιστορίας & Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας

Περίληψη
Παρά την αυξανόμενη χρήση συνεντεύξεων προφορικής ιστορίας από Έλληνες επιστήμονες, κατά τη διάρκεια των τελευταίων δύο δεκαετιών, πολύ λίγα από αυτό το πλούσιο εμπειρικό υλικό ενσωματώνονται στην τελική έκδοση της δημοσίευσής τους. Κατά συνέπεια, χάνεται έτσι μια μοναδική ευκαιρία για μεγαλύτερη εμβάθυνση στην εμπρόθετη δράση ατομικών και συλλογικών υποκειμένων στις κοινωνικές και ιστορικές διαδικασίες. Αντ’ αυτού, υποστηρίζω, ότι οι προφορικές πηγές μπορούν να διαδραματίσουν έναν κρίσιμο ρόλο τόσο στην ανασύσταση του παρελθόντος όσο και στην ανάλυση της κοινωνικής μνήμης ως σημαντικού στοιχείου του παρόντος. Αυτό το άρθρο ερευνά τους λόγους αυτής της απροθυμίας εκ μέρους των Ελλήνων επιστημόνων να ενσωματώσουν προφορικό υλικό στις ερμηνείες τους και προτείνει δύο διαφορετικές μεθόδους για την ανάλυση των προφορικών συνεντεύξεων: την αφηγηματική μέθοδο που εισήγαγαν οι Gabriele Rosenthal και Fritz Schütze, μεταξύ άλλων, και την εθνο-κοινωνιολογική μέθοδο που προτείνεται από τον Daniel Bertaux.
Λέξεις-κλειδιά: προφορική ιστορία, ιστορίες ζωής, αφηγηματική μέθοδος, εθνο-κοινωνιολογική μέθοδος
 
Ο τίτλος του άρθρου αυτού είναι σκόπιμα λίγο προκλητικός, αλλά ξεκινάει από ένα πολύ υπαρκτό πρόβλημα. Ενώ τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότεροι ιστορικοί και κοινωνικοί επιστήμονες συλλέγουν προφορικές μαρτυρίες, στη συνέχεια ένα απειροελάχιστο τμήμα αυτού του πλούσιου εμπειρικού υλικού καταλήγει στο τελικό γραπτό κείμενο. Συνήθως αυτό γίνεται με τη μορφή παραπομπών σε συνεντεύξεις το περιεχόμενο των οποίων παραμένει άγνωστο, ή με μικρά αποσπάσματα που απλώς δίνουν “χρώμα” ή επιβεβαιώνουν συμπεράσματα, στα οποία έχει ήδη καταλήξει ο συγγραφέας με τη χρήση άλλων πηγών. Έτσι χάνεται μια μοναδική ευκαιρία να αξιοποιηθεί το δυναμικό των προφορικών πηγών να αποκαλύψουν το “απροσδόκητο” στο ιστορικό γίγνεσθαι και να οδηγήσουν τους ερευνητές σε νέες ερμηνείες. Βεβαίως, είναι απόλυτα θεμιτό να χρησιμοποιηθούν οι προφορικές μαρτυρίες ως επικουρική και συμπληρωματική πηγή, εκεί που τα αρχεία σιωπούν, όπως για παράδειγμα το έκανε ο Δορδανάς στη μελέτη του για τα γερμανικά αντίποινα (2007). Όμως οι προφορικές πηγές έχουν να προσφέρουν πολύ περισσότερα, και αυτό κυρίως σε δύο αλληλένδετα πεδία. Αφενός, στην ανασύσταση του παρελθόντος, με την ανάδειξη της εμπρόθετης δράσης των ατομικών και συλλογικών υποκειμένων και της υποκειμενικότητας ως φορέα κοινωνικής αλλαγής. Και αφετέρου στη μελέτη της κοινωνικής μνήμης ως σημαντικό στοιχείο του παρόντος. Με άλλα λόγια, στο πρώτο πεδίο ο ερευνητής εστιάζει κυρίως σε τι θυμούνται τα κοινωνικά υποκείμενα, και στο δεύτερο στο πώς το θυμούνται.
Σε τι οφείλονται όμως οι δισταγμοί των ερευνητών να αξιοποιήσουν το υλικό, που με τόσους κόπους συγκέντρωσαν; Το ερώτημα δεν είναι καινούργιο. Ήδη, πριν 65 περίπου χρόνια, ο ανθρωπολόγος Kluckhohn (1945), σε έναν τόμο που αφορούσε τη χρήση των «προσωπικών ντοκουμέντων» στην ιστορία και στις κοινωνικές επιστήμες, παραπονέθηκε για την έλλειψη ανάλυσης και ερμηνείας αυτών των τεκμηρίων. Στα σημερινά ελληνικά συμφραζόμενα, ένας λόγος μπορεί να είναι και η διστακτικότητα πολλών καταξιωμένων ιστορικών να αναγνωρίσουν την αξία των προφορικών πηγών έναντι των γραπτών. Και οι νέοι ερευνητές μπορούν να αισθάνονται πιο «ασφαλείς» δουλεύοντας με αρχειακές ή βιβλιογραφικές πηγές. Αυτή η διστακτικότητα όμως πηγάζει ως ένα βαθμό και από την έλλειψη έργων που πράγματι άνοιξαν νέους δρόμους στην ιστορική ερμηνεία με τη χρήση των προφορικών πηγών. Έτσι έχουμε ένα φαύλο κύκλο, που καιρός είναι να σπάσουμε.
Από την άλλη μεριά όμως, ο συχνά τεράστιος όγκος των απομαγνητοφωνημένων κειμένων προκαλεί δέος και δεν είναι εύκολο, μέσα από τα πολλά δέντρα των ατομικών διαδρομών, να ανακαλύψουμε το δάσος της κοινωνικής ιστορίας. Στην τελευταία έρευνα που εκπόνησα με τον Loring Danforth (Danforth & Van Boeschoten, 2011) για τα παιδιά του Εμφυλίου, οι 130 συνεντεύξεις μάς έδωσαν περίπου 5000 σελίδες κειμένου, στις οποίες προστίθενται και εκατοντάδες σελίδες με σημειώσεις πεδίου. Σκοπός του άρθρου είναι να υποδείξω κάποιους τρόπους για να δαμαστεί ένα τέτοιο ογκώδες υλικό και να βγει ουσία, που ενδέχεται να ανοίξει νέες προοπτικές στην ιστορική και ανθρωπολογική έρευνα.
Θα εστιάσω κυρίως σε δύο μεθόδους που έχουν δείξει την αξία τους στην ερμηνεία των αφηγήσεων ζωής, την αφηγηματική μέθοδο και την εθνοκοινωνιολογική μέθοδο του Daniel Bertaux..
Προτού προχωρήσω, όμως, θα αναφερθώ εν συντομία σε εναλλακτικούς τρόπους παρουσίασης των προφορικών μαρτυριών πέρα από την κλασική ιστορική ή ανθρωπολογική μονογραφία, όπου κυριαρχεί ο επιστημονικός λόγος. Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο αυτούσιος λόγος των πληροφορητών μας αποτελεί το πιο γνήσιο τεκμήριο της βιωμένης εμπειρίας μιας εποχής, η έκδοσή τους σε βιβλίο δεν είναι μόνο δικαιολογημένη, αλλά και αναγκαία. Υπάρχουν, βασικά, δύο τρόποι παρουσίασης αυτών των τεκμηρίων.
  1. Μια μεμονωμένη αφήγηση ζωής. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το έργο της Marjorie Shostak, με τίτλο «Nisa, the Life and Words of a !Kung Woman» (1988), μια ευαίσθητη αφήγηση ζωής γυναίκας μιας κοινότητας κυνηγών-τροφοσυλλεκτών της Αφρικής. H προσέγγιση αυτή αποκτά πρόσθετο ενδιαφέρον όταν προστίθεται και η φωνή του ερευνητή, αναδεικνύοντας τη διαλογική σχέση που έχει οδηγήσει στο τελικό κείμενο, όπως στο «Διπλό Βιβλίο» (2003) της Τασούλας Βερβενιώτη και στο έργο «African Voices, African Lives: Personal Narratives from a Swahili Village»(1997), της ανθρωπολόγου Pat Caplan.
  2. Μια συλλογή αφηγήσεων ζωής, οι οποίες παρουσιάζονται είτε στο σύνολό τους είτε ως μοντάζ αποσπασμάτων και σκιαγραφούν την πορεία μιας κοινότητας, μιας κοινωνικής ομάδας ή μια ιστορική περίοδο. Ένα κλασικό παράδειγμα είναι το «Children of Sanchez»(1961) του Oscar Lewis, που αφορά στα μέλη μιας φτωχής μεξικάνικης οικογένειας και έδωσε αφορμή στο συγγραφέα να διατυπώσει τη θεωρία του για την «κουλτούρα της φτώχειας». Στην ίδια κατηγορία ανήκει και το δικό μου βιβλίο «Περάσαμε πολλές μπόρες, κορίτσι μου…» (1999), το οποίο μέσα από τις μαρτυρίες 50 κατοίκων του χωριού Ζιάκα Γρεβενών παρουσιάζει τις εμπειρίες της κοινότητας στην Αντίσταση και στον Εμφύλιο. Μοναδικό στο είδος είναι το «Blood of Spain»(1986) του Ronald Fraser, σχετικά με τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο.
  3. Η παράθεση αφηγήσεων ζωής μπορεί όμως να συνδυαστεί με μια ιστορική ή κοινωνιολογική ανάλυση. Το στοιχείο αυτό υπάρχει και στο βιβλίο του Fraser, που αναφέρθηκε παραπάνω. Στο βιβλίο του Paul Thompson, «The Edwardians», που βασίζεται σε 500 συνεντεύξεις με Βρετανούς που έζησαν τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, η κοινωνιολογική ανάλυση της περιόδου εναλλάσσεται με οικογενειακά πορτραίτα, χαρακτηριστικά για διάφορα κοινωνικά στρώματα της περιόδου. Στο δικό μας βιβλίο (Danforth & Van Boeschoten, 2011) το δεύτερο μέρος που παρεμβάλλεται ανάμεσα στα ιστορικά κεφάλαια και τα κεφάλαια ανθρωπολογικής ανάλυσης, δίνει φωνή στους πληροφορητές μας με 7 αφηγήσεις ζωής.
Ας έρθουμε τώρα στη μεθοδολογία ανάλυσης των συνεντεύξεων. Προτού φτάσουμε όμως στην καθαυτού ανάλυση, πρέπει να κάνουμε 2 ακόμα βήματα. Πρώτον, πρέπει να κάνουμε το υλικό μας πιο προσιτό, με την απομαγνητοφώνηση και την ευρετηρίαση των συνεντεύξεων, ώστε να βρούμε πιο εύκολα τα σημεία που μας ενδιαφέρουν. Όπως θα φανεί στη συνέχεια, είναι επίσης πολύ χρήσιμο να κάνουμε μια περίληψη των θεματικών, με τη σειρά που αναφέρονται στη συνέντευξη και μια σύντομη περιγραφή της βιογραφίας του υποκειμένου σε χρονολογική σειρά. Κατά δεύτερο λόγο, πρέπει να αξιολογήσουμε την κάθε συνέντευξη, τόσον όσον αφορά στα θέματα που ενδεχομένως μπορούν να ανοίξουν νέα πεδία ερμηνείας, όσον και για την αξιοπιστία τους. Η αξιολόγηση αυτή ακολουθεί την ίδια μέθοδο που χρησιμοποιούν οι ιστορικοί και στην αξιολόγηση γραπτών πηγών. Μελετώντας την εσωτερική συνοχή του κειμένου και μέσα από τη διασταύρωση με άλλες πηγές (είτε με άλλες συνεντεύξεις, είτε με γραπτές πηγές) μπορούμε να εντοπίσουμε τα τυχόν μυθοποιητικά στοιχεία στο λόγο του πληροφορητή, τις αντιφάσεις και τις σιωπές. Διαφορετικά όμως από τη δουλειά του ιστορικού, που δουλεύει με γραπτές πηγές, ο εντοπισμός τέτοιων στοιχείων δεν θα πρέπει να μας οδηγήσει στην απόρριψη του τεκμηρίου. Αντιθέτως, μπορεί να είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικά για την κατανόηση της βιογραφικής συγκρότησης και της ιστορικής συνείδησης του πληροφορητή, της διάρθρωσης της μνήμης του και της κοινωνικής αλλαγής. Σε ένα εξαιρετικό άρθρο, με τίτλο «Uchronic Dreams: Working-Class Memory and Possible Worlds» (1991), ο συγγραφέας του Sandro Portelli εξιστορεί πώς στην πρώτη του συνέντευξη, ένας Ιταλός εργάτης κομμουνιστής τού είπε μια ιστορία που δεν συνέβη ποτέ: μια συνάντηση με τον Τολιάτι, γενικό γραμματέα του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Αυτή η επινόηση όμως δείχνει το ρόλο της φαντασίας στην ιστορία, μέσα από την οποία οι Ιταλοί εργάτες εξέφραζαν τη δυσαρέσκειά τους στη γραμμή του κόμματος μετά την απελευθέρωση. Όπως είναι φανερό από τα παραπάνω, η ανάλυση αρχίζει ήδη σε αυτό το πρώτο στάδιο.
Από εκεί και πέρα, ανάλογα με το θέμα και το υλικό μας, μπορούμε είτε να εστιάσουμε στην ίδια την αφήγηση είτε σε μια ανασύνθεση του εμπειρικού υλικού μας με τη χρήση και άλλων πηγών. Υπάρχουν όμως και αρκετά κοινά στοιχεία ανάμεσα στις δύο αυτές προσεγγίσεις. Και στις δύο περιπτώσεις θα προβούμε τόσο σε μια διεξοδική “κάθετη” ανάγνωση της κάθε ατομικής αφήγησης ζωής όσο και σε μια “οριζόντια” ανάγνωση συγκρίνοντας περισσότερες συνεντεύξεις μεταξύ τους. Και στις δύο περιπτώσεις, επίσης, θα προσπαθήσουμε να απομονώσουμε έναν ή περισσότερους κεντρικούς πυρήνες νοημάτων, που θα μας επιτρέψουν να χτίσουμε την επιχειρηματολογία μας. Στη μια περίπτωση, της αφηγηματικής ανάλυσης, τα κεντρικά νοήματα θα αφορούν περισσότερο χαρακτηριστικές ατομικές περιπτώσεις, ενώ στη δεύτερη περίπτωση σκοπός μας είναι να κατανοήσουμε καλύτερα τους κοινωνικούς μηχανισμούς που παράγουν ιστορία. Είναι, βέβαια, και δυνατόν να συνδυάσουμε τις δύο μεθόδους.
Το ενδιαφέρον μιας αφηγηματικής ανάλυσης φαίνεται, για παράδειγμα, σε ένα γνωστό άρθρο του Αμερικανού ερευνητή προφορικής ιστορίας Ronald Grele (1985), όπου συγκρίνει τις συνεντεύξεις δύο Εβραίων εργατών των εμποροραφείων της Νέας Υόρκης, ενός άνδρα και μιας γυναίκας. Παρά το κοινό τους κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό υπόβαθρο, οι αφηγήσεις ζωής δείχνουν μια εντελώς διαφορετική ιστορική συνείδηση. Στην περίπτωση του άνδρα, η ιστορία αναδύεται σαν μια γραμμική πορεία προς την πρόοδο, ώσπου η πορεία αυτή διακόπτεται από την παρακμή. Στην αφήγηση της γυναίκας, αντίθετα, η ιστορία συνίσταται σε δραματικά επεισόδια που αναδεικνύουν τον κόσμο σαν ένα σύνολο διπολικών αντιθέσεων. (βλ. Τόμσον, 2002: 331-332)
Αυτοί όμως που επεξεργάστηκαν την αφηγηματική ανάλυση σε ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα επιστημονική μέθοδο είναι κάποιοι Γερμανοί κοινωνικοί επιστήμονες, μεταξύ των οποίων ο Fritz Schütze και η Gabriele Rosenthal. Και δεν είναι ίσως τυχαίο αυτό, καθώς βρέθηκαν αντιμέτωποι με ιδιαίτερα δύσκολες περιπτώσεις αφηγηματικού λόγου, γεμάτου σιωπές, ενοχές και απωθήσεις: Εβραίοι επιζώντες του Ολοκαυτώματος και πρώην Ναζί. Βασική προϋπόθεση της αφηγηματικής αυτής μεθόδου είναι η ίδια συνέντευξη να γεννά έναν πραγματικά αφηγηματικό λόγο και όχι απλώς μια σειρά από ερωταποκρίσεις. Προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός αυτός, ελαχιστοποιείται ο ρόλος του ερευνητή, ο οποίος δεν παρεμβαίνει καθόλου στην πρώτη φάση της συνέντευξης. Σκοπός αυτής της τεχνικής είναι να βρεθεί η ‘κόκκινη κλωστή’, ο πυρήνας του νοήματος της ζωής, αποστάλαγμα της ‘βιογραφικής γνώσης’, που αποκόμισε ο πληροφορητής στη διάρκεια της ζωής του. Στο θεωρητικό επίπεδο, η αφηγηματική μέθοδος στηρίζεται στη θεμελιωμένη θεωρία (grounded theory) των Glaser & Strauss (1967), η οποία προτείνει ότι οι ερμηνευτικές υποθέσεις πρέπει να παράγονται από το ίδιο το εμπειρικό υλικό και όχι από προηγούμενες θεωρητικές υποθέσεις. Η θεωρητική αυτή παραδοχή εφαρμόζεται και στη μεθοδολογία ανάλυσης των αφηγήσεων ζωής, η οποία, σε ιδανικές συνθήκες, πραγματοποιείται από μια ομάδα ερευνητών, ώστε να διασταυρώνονται οι θεωρητικοί και εμπειρικοί ορίζοντες του κάθε μέλους της ομάδας. Η ανάλυση αυτή εστιάζει αρχικά στη διεξοδική (‘κάθετη’) ανάλυση της κάθε συνέντευξης, η οποία ονομάζεται ‘ανασυγκρότηση περιπτώσεων’ και στη συνέχεια προχωρεί στη σύγκριση μεμονωμένων χαρακτηριστικών για το υπό έρευνα θέμα περιπτώσεων.
Η ανάλυση των μεμονωμένων αφηγήσεων ζωής χωρίζεται σε διάφορα στάδια. Αρχικά είναι αναγκαίο να διαχωριστεί ο βιογραφικός χρόνος από τον αφηγηματικό χρόνο, δηλαδή να αντιπαραβάλουμε τους βασικούς σταθμούς της βιογραφίας ενός ατόμου – που συμπεριλαμβάνει τόσο τις ‘κανονικότητες’ μιας ζωής με τις ρήξεις που σημειώνονται σε αυτό – με τον τρόπο που αυτοί διαρθρώνονται στην βιογραφική αφήγηση. Στη συνέχεια εξετάζεται τι είδος του λόγου χρησιμοποιεί ο αφηγητής σε κάθε στάδιο της αφήγησής του: έκθεση πεπραγμένων, περιγραφή καταστάσεων , προσώπων και αντικειμένων, επιχειρηματολογία και ο καθαυτό αφηγηματικός λόγος. Στην τρίτη φάση ακολουθεί η δομική περιγραφή, σειρά προς σειρά, του απομαγνητοφωνημένου κειμένου (sequentialization), όπου λαμβάνονται υπόψη τόσο το περιεχόμενο των συγκεκριμένων αποσπασμάτων όσο και η μορφολογία τους (τα είδη του λόγου), η γλώσσα και η συντακτική απόδοση (πχ παθητική ή ενεργητική μορφή του ρήματος, η χρήση των προσωπικών αντωνυμιών). Στη φάση αυτή γίνεται η σταδιακή επεξεργασία και ο διαδοχικός έλεγχος των υποθέσεων ερμηνείας του κειμένου. Ερωτήσεις που τίθενται, για παράδειγμα, είναι: “Γιατί ο αφηγητής επιλέγει να διηγείται το συγκεκριμένο περιστατικό σε αυτή τη φάση της αφήγησης; Πως συνδέεται με άλλα σημεία της αφήγησης; Τι αποσιωπάται ή παρακάμπτεται; Γιατί μιλάει για το περιστατικό με ένα συγκεκριμένο είδος του λόγου;». Η ανάλυση αυτή έχει στόχο να εντοπιστεί η λανθάνουσα νοηματική δομή της αφήγησης, δηλαδή, όπως και στο παράδειγμα των Εβραίων εργατών της Νέας Υόρκης που προαναφέραμε, πώς έχει ερμηνεύσει ο αφηγητής τη ζωή του και πώς βλέπει τον εαυτό του στο γενικότερο κοινωνικό γίγνεσθαι. Ταυτόχρονα μέσα από την ανάλυση αυτή, ανασυγκροτείται ο ειδικός τρόπος με τον οποίο η εξεταζόμενη περίπτωση συγκεκριμενοποιεί το ερευνούμενο φαινόμενο. Αυτό το τελευταίο σημείο ανοίγει και το δρόμο στην τελευταία φάση της ανάλυσης: τη σύγκριση με άλλες περιπτώσεις, δηλαδή με άλλες πτυχές του υπό εξέταση φαινομένου.
Είναι φανερό ότι στη μέθοδο αυτή, ο αριθμός των συνεντεύξεων πρέπει να μείνει περιορισμένος και είναι δύσκολο να προβεί κανείς σε γενικεύσεις. Οι επιλεγόμενες ‘περιπτώσεις’ δεν είναι αναγκαίο, αλλά ίσως και δεν πρέπει να θεωρηθούν ‘αντιπροσωπευτικές’. Είναι όμως σημαντικό να συμπεριλαμβάνουν τόσο τις ‘κανονικότητες’ του υπό μελέτης θέματος, όσο και τις αποκλίνουσες συμπεριφορές (π.χ. ο αδίστακτος ιδεολόγος Ναζί μαζί με τον Πρώσο αριστοκράτη και τον ‘επιλεγμένο’ Εβραίο επιστάτη, ο αιμοβόρος Χίτης μαζί με το ‘επιστρατευμένο’ από τα Τάγματα Ασφαλείας χωριατόπουλο). Ή, για να αναφέρουμε μια διαφορετικού είδους έρευνα, την κλασική Αλβανίδα οικιακή βοηθό που εγκλωβίζεται εκ των πραγμάτων στο επάγγελμα αυτό, έστω κι αν στη χώρα της ήταν φιλόλογος, μαζί με κάποιες άλλες γυναίκες που κατάφεραν να ανοίξουν ένα διαφορετικό δρόμο για τον εαυτό τους (Λιάπη, 2008). Είναι ίσως μια μέθοδος που ταιριάζει περισσότερο σε ορισμένες δύσκολες περιπτώσεις, όπως αυτές των θυμάτων και των θυτών της βίας και της καταπίεσης, αλλά είναι μια μέθοδος, που μας αναγκάζει να «επιβραδύνουμε το ρυθμό της ανάγνωσης και να εξετάσουμε προσεκτικά το σύνολο του κειμένου, αλλά και τις λεπτομέρειές του, τις εικόνες του, τις μορφές της γλώσσας, τα θέματα, τα ορατά και τα λανθάνοντα μηνύματά του» (Τόμσον, 2002: 344). Για περισσότερες λεπτομέρειες παραπέμπω στο βιβλίο του Γιώργου Τσιώλη «Ιστορίες ζωής και βιογραφικές αφηγήσεις» (2006), που στο τέλος περιέχει και ένα παράδειγμα αφηγηματικής ανάλυσης μιας συνέντευξης από δική του έρευνα που αφορούσε την εμπειρία της αποβιομηχάνισης στο Λαύριο. Υπάρχουν επίσης δύο πολύ χρήσιμα κείμενα της Gabriele Rosenthal (1989, 1991) στα αγγλικά, όπου επίσης εξηγεί λεπτομερώς τη μέθοδό της, με βάση συγκεκριμένα παραδείγματα.
Παρά τα οφέλη που παρουσιάζει η μέθοδος της αφηγηματικής ανάλυσης, η πιο συνηθισμένη μέθοδος στην προφορική ιστορία είναι εκείνη της ανασύνθεσης, όπου τα στοιχεία των συνεντεύξεων χρησιμοποιούνται μαζί με άλλες πηγές. Στο βιβλίο του Πωλ Τόμσον, «Φωνές από το Παρελθόν» (2002: 351-364), αναφέρονται αρκετά παραδείγματα μελετών, όπου η χρήση των προφορικών μαρτυριών επέτρεψε την αναθεώρηση προηγούμενων θεωρητικών προσεγγίσεων στην ερμηνεία της ιστορίας (π.χ. για το ρόλο των νεαρών ανένταχτων εργατών στον αμερικάνικο συνδικαλισμό της δεκαετίας του 1930, για τη σύνδεση της εργοστασιακής με την οικογενειακή ζωή, για τη διάδοση της αντισύλληψης στα εργατικά στρώματα, για τη σημασία της οικογενειακής κουλτούρας στη μεταβίβαση αξιών και πρακτικών). Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, οι προφορικές πηγές έπαιξαν ουσιαστικό ρόλο στη διατύπωση νέων ερμηνειών. Έδειξαν επίσης το σημαντικό συσσωρευτικό ρόλο των ατομικών επιλογών στην ευρύτερη κοινωνική αλλαγή.
Εδώ όμως θα εστιάσουμε σε μια ιδιαίτερη εκδοχή της μεθόδου της ανασύνθεσης. Πρόκειται για την εθνοκοινωνιολογική προσέγγιση, που πρότεινε ο Daniel Bertaux στο βιβλίο του «Les cits de vie» (1997). Σε σύγκριση με την αφηγηματική μέθοδο, το κέντρο βάρους τώρα μετατίθεται από το ατομικό στο κοινωνικό, και από τη βιογραφική συγκρότηση στους κοινωνικούς μηχανισμούς. Ο ίδιος ο Bertaux, είτε μόνος του είτε σε συνεργασία με άλλους, έχει εφαρμόσει τη μέθοδο αυτή αποτελεσματικά σε διαφορετικά πεδία έρευνας, όπως είναι η κοινωνική κινητικότητα, η βιομηχανική εργασία, οι χωρισμένοι πατέρες, οι γυναίκες εσωτερικές μετανάστριες και ο μετασοσιαλιστικός μετασχηματισμός στη Ρωσία. Ονόμασε τη μέθοδο «εθνοκοινωνιολογική» γιατί μέσα από την εθνογραφική επιτόπια έρευνα αποσκοπεί στην επεξεργασία μικροκοινωνιολογικών ερμηνειών, που αφορούν τις διαδικασίες κοινωνικής αλλαγής “από τα κάτω”.
Κι αυτή η μέθοδος συνδυάζει την κάθετη και την οριζόντια ανάγνωση των συνεντεύξεων. Αρχίζει λοιπόν με μια λεπτομερή ανάλυση των ατομικών αφηγήσεων ζωής. Αποσκοπεί στην ερμηνευτική ανασυγκρότηση τριών διαφορετικών πραγματικοτήτων, που εκφράζονται μέσα από τη συνέντευξη:
  1. η ιστορικο-εμπειρική πραγματικότητα. Σκοπός είναι η ανασυγκρότηση της διαχρονικής δομής της βιογραφικής διαδρομής του υποκειμένου, που αφορά τόσο στα “αντικειμενικά” στοιχεία της, τις δράσεις και τα γεγονότα, όσο και στον υποκειμενικό τρόπο βίωσής τους.
  2. η ψυχική και σημασιολογική πραγματικότητα. Σκοπός είναι η συνολική και υποκειμενική σημασία που έχει αποκτήσει για το υποκείμενο το σύνολο των εμπειριών που έζησε στη διάρκεια της ζωής του, όπως τις αναστοχάζεται αναδρομικά στο παρόν.
  3. η αφηγηματική πραγματικότητα, όπως προκύπτει από τη διυποκειμενική σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στον αφηγητή και στον ερευνητή στη διάρκεια της συνέντευξης. Δηλαδή, τι θέλει να πει ο αφηγητής για όσα γνωρίζει και για αυτά που σκέφτεται για τη βιογραφική του διαδρομή.
Με άλλα λόγια, ενώ στην αφηγηματική μέθοδο έχουμε δύο επίπεδα, τη βιογραφική διαδρομή και την αφήγηση, εδώ παρεμβάλλεται ένα τρίτο ενδιάμεσο επίπεδο ερμηνείας που ουσιαστικά αφορά στην ερμηνεία που έχει δώσει ο ίδιος ο αφηγητής για το συνολικό νόημα της ζωής του. Αυτή είναι η πρώτη ύλη βάσει της οποίας οικοδομεί την αφήγησή του (Bertaux,1997:68).
Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη αυτές τις τρεις πραγματικότητες, ο ερευνητής προχωράει στην λεπτομερή ανάλυση ενός μικρού, αρχικά, αριθμού ατομικών αφηγήσεων ζωής. Η ανάλυση αυτή εστιάζει ιδίως στα εξής σημεία:
  • Ποια είναι η διαχρονική δομή των βιογραφικών συμβάντων; Μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει ένας κεντρικός και σταθερός πυρήνας αντικειμενικών συμβάντων, που έχουν σημαδέψει τη ζωή του ατόμου; (π.χ. σχολείο, γάμος, μαθητεία, πρόσληψη, απόλυση)
  • Πώς συσχετίζεται η διαχρονική βιογραφική δομή με τη δομή της αφήγησης; Πότε κάνει ο αφηγητής άλματα προς τα μπρος και προς τα πίσω, πώς τα αιτιολογεί, πότε αισθάνεται την ανάγκη να δώσει επεξηγήσεις για τα ευρύτερα συμφραζόμενα; Πότε κάνει χρονολογικά λάθη και ποια είναι τα κενά στην αφήγηση (δηλαδή, για ποια θέματα αποφεύγει να μιλήσει;). Από αυτή τη σύγκριση της βιογραφικής δομής με τη δομή της αφήγησης ενδέχεται να προκύψει το νόημα που έχει δώσει ο ίδιος ο αφηγητής στη ζωή του, δηλαδή το σημείο 2 (ψυχική και σημασιολογική πραγματικότητα), στο οποίο αναφερθήκαμε παραπάνω.
  • Εγγραφή του ατομικού βιογραφικού χρόνου στο συλλογικό ιστορικό χρόνο. Από το χρόνο γέννησης του πληροφορητή μπορούμε να συμπεράνουμε σε ποια ηλικία έζησε ποια ιστορικά γεγονότα και σε ποια γενιά ανήκει. Όταν θα προχωρήσουμε σε μια συγκριτική ανάλυση περισσότερων συνεντεύξεων, αυτό μας επιτρέπει να προβούμε σε μια διαγενεακή προσέγγιση. Για παράδειγμα, από την έρευνα που έκανα στο Ζιάκα Γρεβενών (Βαν Μπουσχότεν, 1997), προέκυψε ότι η γενιά των Επονιτών είχε μια πολύ διαφορετική στάση απέναντι στα γεγονότα, ακόμα και σήμερα, από τους γονείς τους. Παρομοίως, ο Αμερικανός ανθρωπολόγος John Borneman (1992) στην έρευνα για το Δυτικό και Ανατολικό Βερολίνο ανέδειξε πολύ διαφορετικές στάσεις ανάμεσα στη γενιά που έζησε το Ναζισμό και τη γενιά που γεννήθηκε μετά τον πόλεμο.
  • Εντοπισμός ‘δεικτών’ που παραπέμπουν στη λειτουργία κοινωνικών μηχανισμών (διαπροσωπικές σχέσεις, πολιτισμικές και κοινωνικές πρακτικές). Ιδιαίτερα, ενδιαφέρον παρουσιάζουν εκείνοι οι δείκτες που περιγράφουν καταστάσεις που δεν μας είναι οικείες ή στις οποίες αρχικά δεν δώσαμε σημασία (Bertaux, 1997:84).
Όπως φαίνεται από τα παραπάνω, η ανάλυση των μεμονωμένων αφηγήσεων ζωής παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες με την αφηγηματική μέθοδο. Εκεί όμως που διαφέρει ιδιαίτερα η εθνοκοινωνιολογική προσέγγιση, που προτείνει ο Bertaux, είναι η μεγάλη βαρύτητα που δίνει στη σύγκριση των συνεντεύξεων μεταξύ τους, στην οριζόντια δηλαδή ανάγνωση του υλικού. Είναι η σύγκριση που επιτρέπει τη σταδιακή επεξεργασία ερμηνευτικών μοντέλων. Οι πρώτες υποθέσεις διατυπώνονται αρχικά στη βάση μικρού αριθμού συνεντεύξεων και των σημειώσεων πεδίου του ερευνητή. Ο Bertaux επιμένει ότι είναι σημαντικό η ερμηνευτική διαδικασία να ξεκινήσει από τις πρώτες συνεντεύξεις και δεν πρέπει να αφήνεται για το τέλος. Κι αυτό συσχετίζεται και με το γεγονός ότι κι αυτός ακολουθεί τη μέθοδο της θεμελιωμένης θεωρίας που αναφέραμε προηγουμένως, βάσει της οποίας οι ερμηνείες πρέπει να πηγάζουν από το ίδιο το εμπειρικό υλικό.
Ένας πρώτος τρόπος συγκριτικής ανάλυσης είναι να εστιάσουμε στις συχνά επαναλαμβανόμενες καταστάσεις, λογικές δράσης των υποκειμένων και ερμηνείες των γεγονότων ‘από τη σκοπιά του ιθαγενή’ (για να θυμηθούμε και τον Μαλινόφσκι). Γιατί είναι αυτά τα επαναλαμβανόμενα σχήματα που μετατρέπουν το ατομικό σε συλλογικό και μας επιτρέπουν να περάσουμε από τις εμπειρικές περιπτώσεις σε κοινωνιολογικές ερμηνευτικές υποθέσεις. Στη συνέχεια, συμπεριλαμβάνοντας όλο και περισσότερες συνεντεύξεις, αλλά και άλλα δεδομένα, οι πρώτες αυτές υποθέσεις δοκιμάζονται, διευκρινίζονται, επιβεβαιώνονται, απορρίπτονται ή αλλάζουν κατεύθυνση. Εδώ έχει ιδιαίτερη σημασία να εστιάσουμε σε εκείνα τα στοιχεία που έρχονται σε αντίθεση με τον κοινό νου ή με τις τρέχουσες αντιλήψεις που κυριαρχούν στη βιβλιογραφία. Γιατί από εκεί ενδέχεται να προκύψουν νέες ερμηνείες.
Ένας δεύτερος τρόπος συγκριτικής ανάλυσης είναι να εστιάσουμε στις ομοιότητες στις διαδρομές και στη συνέχεια να τις ταξινομήσουμε σε συγκεκριμένους διαφορετικούς τύπους. Στη συνέχεια, θα πρέπει να αιτιολογήσουμε την κατασκευή αυτής της τυπολογίας και να δείξουμε ποια είναι η εσωτερική λογική τους. Αυτή η εσωτερική λογική μπορεί να μας οδηγήσει στην ανίχνευση των κοινωνικών μηχανισμών που λειτουργούν στα συγκεκριμένα κοινωνικά συμφραζόμενα.. Ένα καλό παράδειγμα στα ελληνικά συμφραζόμενα είναι το άρθρο της Μαρίας Λιάπη (2008) για τις μετανάστριες οικιακές βοηθούς, που προανέφερα.
Μέσα από τη διαδικασία της συγκριτικής ανάλυσης και της επεξεργασίας ερμηνευτικών μοντέλων, ενδέχεται να προκύψουν νέα ερωτήματα ή να εξακολουθούν να υπάρχουν ασάφειες και αντιφάσεις. Τότε μπορεί να χρειαστεί να γίνουν νέες συνεντεύξεις, πιο στοχευμένες, ή με διαφορετικό στυλ. Κάποτε όμως φτάνει ένα σημείο κορεσμού, τόσο στη διεξαγωγή των συνεντεύξεων όσο και στην ανάλυση. Στη διαδικασία των συνεντεύξεων, το σημείο κορεσμού φτάνει συνήθως όταν σε κάθε νέα συνέντευξη έχουμε την αίσθηση ότι δεν μαθαίνουμε κάτι καινούργιο. Κι αυτό είναι ανεξάρτητο από τον αριθμό τους, μπορεί να γίνει μετά από 20 μόνο συνεντεύξεις, αλλά μπορεί να χρειαστούν και πάνω από 100 συνεντεύξεις για να φτάσουμε στο σημείο αυτό. Στην ανάλυση, το σημείο κορεσμού φτάνει όταν όλα τα ερμηνευτικά μοντέλα, που έχουμε σκεφτεί, φαίνεται να παρουσιάζουν μια γερή εσωτερική συνοχή και έχουμε καταλήξει σε μια ερμηνεία, που νομίζουμε ότι ‘στέκεται στα πόδια της’. Σε αυτό το σημείο μπορούμε να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε για τη δομή της παρουσίασης της έρευνας και να γράφουμε το κείμενο. Κι αυτή η διαδικασία έχει τις δικές της δυσκολίες, αλλά αυτό υπερβαίνει το σκοπό αυτού του άρθρου.
Βιβλιογραφία
Bertaux, Daniel. 1997. Les récits de vie. Paris: Editions Nathan.
Borneman, John. 1992. Belonging in the Two Berlins. Kin, State, Nation. Cambridge University Press.
Caplan, Pat. 1997. African Voices, African Lives: Personal Narratives from a Swahili Village. Routledge.
Danforth, Loring & Van Boeschoten, Riki. 2011 (υπό έκδοση). Children of the Greek Civil War. Refugees and the Politics of Memory. Chicago: Chicago University Press.
Fraser, Ronald. 1986. Blood of Spain: an Oral History of the Spanish Civil War. New York: Random House.
Glaser B.G & Strauss A.L. 1967. The Discovery of Grounded Theory: Strategy for Qualitative Research. Chicago: Aldine.
Grele, Ronald. 1985. “Listen to Their Voices: Two Case Studies in the Interpretation of Oral History Interviews”. Στο Envelopes of Sound. The Art of Oral History. 2nd ed. Chicago: Transaction Books, 212-241.
Kluckhohn, Clyde. 1945. “The Personal Document in Anthropological Science”. Στο L.Gottschalk, Clyde Kluckhohn and R.Angeli (eds), The Use of Personal Documents in History, Anthropology and Sociology, New York: Social Science Research Bulletin, no 53, 79-173.
Lewis, Oscar. 1961. The Children of Sanchez. New York: Random House.
Portelli, Alessandro. 1991. “Uchronic Dreams: Working Class Memory and Possible Worlds”. Στο The Death of Luigi Trastulli and Other Stories. Form and Meaning in Oral History. Albany: State University of New York Press, 99-116.
Rosenthal, Gabriele. 1991. “German War Memories: Narrability and the Biographical Functions of Remembering”, Oral History 19/2: 34-41.
Rosenthal, Gabriele. 1989. “The Biographical Meaning of Historical Events”, International Journal of Oral History 10/3: 183-93
Shostak Marjorie. 1988. Nisa, the Life and Words of a !Kung Woman. Random House.
Thompson, Paul. 1992. The Edwardians: The Remaking of British Society. 2nd revised edition. Routledge.
Βαν Μπούσχοτεν, Ρίκη. 1997. Ανάποδα Χρόνια. Συλλογική Μνήμη και Ιστορία στο Ζιάκα Γρεβενών (1900-1950). Αθήνα: Πλέθρον.
Βαν Μπουσχότεν, Ρίκη. 1998. Περάσαμε πολλές μπόρες, κορίτσι μου… Αθήνα: Πλέθρον
Βερβενιώτη, Τασούλα. 2003. Διπλό βιβλίο. Η αφήγηση της Σταματίας Μπαρμπάτση. Η ιστορική ανάγνωση. Αθήνα: Βιβλιόραμα.
Δορδανάς, Στράτος. 2007. Το αίμα των αθώων. Αντίποινα των γερμανικών αρχών Κατοχής στη Μακεδονία, 1941-1944. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας.
Λιάπη Μαρία. 2008. “Στρατηγικές κοινωνικής ένταξης των μεταναστριών: περιορισμοί, επιλογές και προοπτικές”. Στο Ντίνα Βαΐου & Μαρία Στρατηγάκη (επιμ.), Το φύλο της μετανάστευσης, Αθήνα: Μεταίχμιο, 163-194.
Τόμσον, Πωλ. 2002. Φωνές από το Παρελθόν. Προφορική Ιστορία. Αθήνα: Πλέθρον.
Τσιώλης, Γιώργος. 2006. Ιστορίες ζωής και βιογραφικές αφηγήσεις. Η βιογραφική προσέγγιση στην κοινωνιολογική ποιοτική έρευνα. Αθήνα: Κριτική.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου